Dictionary of Greek. 2013.
μπούργος — μποῡργος και μποῡρκος, ὁ (Μ) 1. οικισμός έξω από το κάστρο 2. φρούριο, κάστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bourg «κωμόπολη»] … Dictionary of Greek